-
1 желудочный
желудочный στομαχικός, γαστρικός \желудочный сок το γαστρικό υγρό* * *στομαχικός, γαστρικόςжелу́дочный сок — το γαστρικό υγρό
-
2 сок
-а (-у), προθτ. о соке, в соку α.1. χυμός•сок дерева ο χυμός του δέντρου•
яблочный сок χυμός μήλου•
апельсиновый сок χυμός πορτοκαλιού.
|| το υγρό (έκκριμα)•желудочный сок το γαστρικό υγρό.
2. μτφ. παλ. κάθε τι εκλεκτό, η κρέμα. || μτφ. η ουσία, το ουσιώδες, το κύριο, το βασικό, το ζουμί.3. δεψικό διάλυμα.εκφρ.- и земли – η υγρασία και οι θρεπτικές ουσίες της γης γιαταφυτά•в (сэмом, полном) -у – στην ακμή των σωματικών δυνάμεων•выжимать (жать, тянуть, сосать – κ.τ.τ.) сок ή -и ξεζουμίζω, ξεψαχνίζω, αφαιμάσσω, εκμυζώ, απομυζώ (εξαντλώ). -
3 сок
ο χυμός, το ζουμίжелудочный - анат. το γαστρικό υγρόмлечный - (каучуконоса) το ελαστικό κόμμι (γάλα), το λάτεξплодовый - οπωρικών/φρούτων, ο φρουτοχυμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сок
-
4 желудочный
желу́д||очныйприл στομαχικός, γαστρικός:\желудочныйочное заболевание ἡ στομαχική πάθηση, ἡ ἀσθένεια τοῦ στομάχου· \желудочныйочный сок τό γαστρικό ὑγρό. -
5 сок
сокм ὁ χυμός, τό ζουμί:апельсиновый \сок ὁ χυμός πορτοκαλλιοῦ· желудочный \сок τό γαστρικό ὑγρό· ◊ в полном \соку́ στήν ἀκμή τής'ἡλικίας, ῶριμος· вариться в собственном \соку́ разг τραβιέμαι μόνος μου, ξεροτηγανίζομαι μοναχός μου. -
6 желудочный
επ.στομαχικός, γαστρικός•-ые заболевания νόσοι του στομάχου•
желудочный сок γαστρικό υγρό.
|| για το στομάχι•-ые капли οι σταγόνες για το στομάχι.
См. также в других словарях:
γαστρικό υγρό — Υγρό που εκκρίνεται από το στομάχι. Είναι μείγμα των εκκριμάτων των επιφανειακών επιθηλιακών κυττάρων του στομάχου και των γαστρικών αδένων, και αποτελεί έναν από τους παράγοντες της πέψης. Είναι άχρωμο και ελαφρά αδιαφανές, έχει χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… … Dictionary of Greek
ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
χλώριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cl· ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλογόνων· έχει ατομικό αριθμό 17, ατομικό βάρος 35,457, δύο ισότοπα σταθερά, με ατομικό αριθμό 35 και 37 σε αντίστοιχες αναλογίες… … Dictionary of Greek
γαλακτικό οξύ — (α–οξυπροπιονικό οξύ). Οργανική ένωση που ανήκει στην ομάδα των οξυοξέων· αντιδρά και ως οξύ και ως βάση. Είναι υγρό πυκνόρρευστο, διαλυτό σε νερό, αλκοόλη και αιθέρα. Παράγεται κατά τη γαλακτική ζύμωση της γλυκόζης και του γαλακτοσακχάρου από… … Dictionary of Greek
καζεΐνη — Το κύριο κλάσμα πρωτεϊνών που περιέχεται αποκλειστικά στο γάλα των θηλαστικών, σε ποικίλες αναλογίες στα διάφορα είδη. Στη βιομηχανία η κ. παραλαμβάνεται απευθείας από το γάλα. Η καθαρή κ. είναι λευκή σκόνη, αδιάλυτη στο νερό, αλλά διαλυτή σε… … Dictionary of Greek
σεκρετίνη — η, Ν βιολ. πολυπεπτιδική πεπτική ορμόνη που εκκρίνεται από τα τοιχώματα τού δωδεκαδακτυλικού βλεννογόνου, όταν αυτός έρχεται σε επαφή με όξινο γαστρικό υγρό, και η οποία προωθεί την έκκριση χολής στο ήπαρ και προκαλεί την απελευθέρωση υγρού και… … Dictionary of Greek
χλωρυδρία — η, Ν (βιοχ.) η ποσότητα τού χλωρίου που περιέχεται, μετά από ένα σύνηθες γεύμα, στο γαστρικό υγρό υπό τη μορφή υδροχλωρικού οξέος ή χλωριούχων οργανικών ενώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + υδρία (< υδρος < θ. υδρ τής λ. ὕδωρ*), πρβλ. λειψ… … Dictionary of Greek
χυμοσίνη — και παλ. τ. χυμοζίνη, η, Ν (βιοχ.) ένζυμο τής ομάδας τών πρωτεϊνασών που απαντά στο γαστρικό υγρό καθώς και σε πεπτικές εκκρίσεις ορισμένων εντομοφάγων φυτών και το οποίο καταλύει τη μετατροπή τού καζεϊνογόνου τού γάλακτος σε αδιάλυτη καζεΐνη.… … Dictionary of Greek